- φιβλοῖ
- φιβλόομαιpres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιβλώ — όω, ΜΑ [φίβλα] στερεώνω με πόρπη, πορπῶ* μσν. διατρυπώ, διαπερνώ («τοὺς αὐτοῡ πόδας φιβλοῑ ἐπὶ τὰ σφυρά», Μαλάλ. Ι.) … Dictionary of Greek